Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

Επιθετικότητα στο σχολείο και στάση των εκπαιδευτικών

Επιμέλεια
Ζημιλιάγκου Αθανασία








ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


1.    Εισαγωγή

2.    Ορισμός της επιθετικότητας
2.1.    Χαρακτηριστικά των μαθητών – θυτών
2.2.    Χαρακτηριστικά των μαθητών - θυμάτων

3.    Αίτια της σχολικής επιθετικότητας

4.    Παράγοντες που επιδρούν στην ανάπτυξη επιθετικής συμπεριφοράς
4.1.    Επίδραση της οικογένειας
4.2.    Επίδραση των συνομηλίκων
4.3.    Επίδραση της τηλεόρασης

5.    Στάση των εκπαιδευτικών

6.    Μέτρα αντιμετώπισης

Βιβλιογραφία

1.    Εισαγωγή

Ένα κοινωνικό φαινόμενο της εποχής μας που απασχολούσε ως τώρα τις χώρες κυρίως της δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής και εμφανίζεται ολοένα και εντονότερα και στη χώρα μας είναι η αύξηση της βίας και της επιθετικότητας στο σχολείο. Πολύ συχνά στο σχολείο μαθητές εκδηλώνουν επιθετική συμπεριφορά απέναντι σε συμμαθητές τους. Συνήθως τα περιστατικά αυτά τείνουν να αποσιωπούνται, καθώς θεωρείται ότι πλήττουν το κύρος του σχολείου αλλά και την εικόνα των «θυτών» και των «θυμάτων». 
Σύμφωνα με έρευνες η εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς από τους μαθητές είναι πιο συχνή στα μεγάλα σχολεία, όπου φοιτούν πολλά παιδιά, σε σύγκριση με μικρά σχολεία, όπου οι μαθητές είναι λίγοι (Mulvey & Cauffman, 2001). Στα μεγάλα σχολεία δηλαδή υπάρχει πρόβλεψη ότι θα εκδηλωθούν περιστατικά συμπλοκής και γενικά επιθετικότητας μεταξύ μαθητών.
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται το ζήτημα αυτό της σχολικής επιθετικότητας. Παρακάτω παρατίθενται κάποιοι ορισμοί της επιθετικότητας, τα χαρακτηριστικά των μαθητών - «θυτών» και  μαθητών - «θυμάτων», καθώς επίσης και οι αιτίες που οδηγούν στην επιθετικότητα. Επιπλέον, διερευνάται η επίδραση της οικογένειας, της τηλεόρασης και των συνομηλίκων στην εκδήλωση επιθετικότητας, εξετάζεται η στάση των εκπαιδευτικών και προτείνονται κάποια μέτρα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της σχολικής επιθετικότητας.

2.  Ορισμός και χαρακτηριστικά της επιθετικότητας

    Ως προς τον ορισμό της επιθετικότητας, οι διάφοροι ορισμοί που έχουν διατυπωθεί θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε δύο κατηγορίες, στους ορισμούς που αναφέρονται στα αίτια της επιθετικής συμπεριφοράς και στους ορισμούς που αναφέρονται στα επακόλουθά της (Παπαδιώτη - Αθανασίου, 2002). Στην πρώτη κατηγορία χαρακτηριστικός είναι ο ορισμός, σύμφωνα με τον οποίο επιθετικότητα ορίζεται ως η συμπεριφορά η οποία έχει σκοπό να προκαλέσει βλάβη στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνθηκε (Παπαδιώτη - Αθανασίου, 2002). Είναι μία αρνητική σωματική ή λεκτική δράση, που έχει σκοπό να πληγώσει κάποιον και η συμπεριφορά αυτή επαναλαμβάνεται (Craig, 1998). Ο ορισμός αυτός δίνει βαρύτητα στην πρόθεση του ατόμου. Σύμφωνα με τους ορισμούς που δίνουν βαρύτητα στις συνέπειες της επιθετικής πράξης, ως επιθετική χαρακτηρίζεται η συμπεριφορά που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη κάποιου προσώπου (Παπαδιώτη – Αθανασίου, 2002).
    Μια άλλη άποψη, η οποία λαμβάνει υπόψη το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συμβαίνει μία πράξη, είναι η κοινωνική αξιολόγηση της επιθετικότητας. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η φυσική επιθετικότητα δεν είναι ένα σύνολο από συμπεριφορές, αλλά μια πολιτισμικά καθορισμένη έννοια που εφαρμόζεται για μια ιδιαίτερη συμπεριφορά, για ορισμένου τύπου βλάβες ως αποτέλεσμα κοινωνικής αξιολόγησης που γίνεται από την πλευρά του παρατηρητή. Μία πράξη δηλαδή ορίζεται ως επιθετική μόνο αν την εξετάσουμε μέσα σε ένα πλαίσιο όπου συνυπάρχουν πολλοί παράγοντες (Παπαδιώτη – Αθανασίου, 2002).
 Η επιθετικότητα μπορεί να εκδηλωθεί με δύο τρόπους, είτε άμεσα, είτε έμμεσα. Η άμεση επιθετικότητα εκδηλώνεται με την πρόκληση σωματικών βλαβών ή με την απειλή για κάτι τέτοιο. Αντίθετα η έμμεση δεν προκαλεί σωματικά τραύματα, αλλά πληγώνει το πρόσωπο στο οποίο ασκείται μέσω των σχέσεων με τους συνομηλίκους. Σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί να εκτοξεύονται για παράδειγμα απειλές ότι θα διαλυθεί μια φιλία ή ότι θα απομονωθεί το άτομο που δέχεται την επιθετική συμπεριφορά από την παρέα των συνομηλίκων. Συνήθως τα αγόρια χρησιμοποιούν περισσότερο την άμεση ενώ τα κορίτσια την έμμεση επιθετικότητα (Craig, 1998).


2.1.    Χαρακτηριστικά των μαθητών – θυτών
    Από έρευνες που έχουν γίνει προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι μαθητές με επιθετική συμπεριφορά, οι «θύτες», έχουν αντικοινωνική προσωπικότητα, η οποία συνδυάζεται με σωματική δύναμη (Craig, 1998). Έχει βρεθεί ότι τα παιδιά των μικρών τάξεων του σχολείου εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά επιθετικότητας συγκριτικά με τα μεγαλύτερα παιδιά (Olweus, 1993• Kellam,  Ling, Merisca, Brown & Ialongo, 1998).Ακόμη τα παιδιά που εκδηλώνουν επιθετική συμπεριφορά προέρχονται τις περισσότερες φορές από χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα (Kellam,  Ling, Merisca, Brown & Ialongo, 1998).





2.2.    Χαρακτηριστικά των μαθητών – θυμάτων

Σύμφωνα με έρευνες οι μαθητές – «θύματα» έχουν αγχώδη προσωπικότητα, η οποία συνδυάζεται με σωματική αδυναμία. Συχνά μάλιστα τα «θύματα» υποφέρουν από κατάθλιψη. Έχει βρεθεί επιπλέον ότι παιδιά που είναι υπέρβαρα ή θεωρούνται άσχημα γίνονται συχνότερα θύματα επίθεσης (Janssen, Craig, Boyce & Pickett, 2004). Οι μαθητές αυτοί έχουν λίγους ή σχεδόν καθόλου φίλους (Olweus, 1993). Πολλές φορές χρησιμοποιούν έμμεση επιθετικότητα, η οποία είναι ίσως ένα μέτρο για να προστατευθούν. Κάποιοι μαθητές λοιπόν δεν είναι παθητικοί αποδέκτες της σωματικής κακοποίησης από συνομηλίκους τους (Craig, 1998).
    Συνήθως οι μαθητές «θύματα» είναι ανασφαλείς και δε θέλουν να βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής. Επίσης, πολλές φορές φοβούνται μήπως δημιουργήσουν προβλήματα στα παιδιά που τους επιτίθενται μιλώντας για τις πράξεις τους σε κάποιον ενήλικα. Συχνά μάλιστα απειλούνται πως αν μιλήσουν θα ακολουθήσει χειρότερη επίθεση. Έτσι πολλές φορές τα «θύματα» αποφασίζουν να υπομείνουν σιωπηλά αυτήν την κατάσταση και πιέζουν και τους γονείς τους να μην έρθουν σε επαφή με το σχολείο (Olweus, 1993).






























3.    Αίτια της σχολικής επιθετικότητας

    Η μελέτη των αιτίων της επιθετικότητας και συγκεκριμένα της σχολικής επιθετικότητας  είναι ένα θέμα που έχει απασχολήσει τους επιστήμονες και γι’ αυτό έχουν διεξαχθεί διάφορες έρευνες. Υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με τους λόγους για τους οποίους μπορεί να οδηγηθεί κάποιος στην επιθετικότητα.
    Οι διάφορες ψυχοβιολογικές θεωρίες ξεκινούν από την αρχή ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του επιθετικός. Επειδή είναι έμψυχο ον, υπάρχει σ’ αυτόν μία εγγενής και βιολογική ορμή για επίθεση Μία άλλη θεωρία υποθέτει πως υπάρχει κάποιο κέντρο επιθετικότητας στον εγκέφαλο (Γεώργας, 1995).
Σύμφωνα με τις ψυχολογικές θεωρίες, η επιθετικότητα μαθαίνεται με κάποιον τρόπο από τις αλληλεπιδράσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον του. Η απλούστερη θεωρία που εξηγεί την ανάπτυξη της επιθετικότητας είναι η θεωρία της μάθησης. Μεγάλη σημασία, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, για τη μάθηση του τρόπου της επιθετικής συμπεριφοράς έχει η «ενίσχυση». Δηλαδή, ο γονιός, ο φίλος, η κοινωνία, επιστρατεύουν ορισμένους τρόπους για την εκδήλωση της επιθετικής συμπεριφοράς Κατά τη θεωρία της αποστέρησης η αίτια της επιθετικότητας ενός ανθρώπου είναι η μη ικανοποίηση των επιθυμιών του. (Γεώργας, 1995).
Η πιο διαδεδομένη θεωρία μάθησης είναι η θεωρία της κοινωνικής μάθησης του Bandura. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η μάθηση της επιθετικής συμπεριφοράς πραγματοποιείται από παρατήρηση της συμπεριφοράς ενός προτύπου και μίμηση της ίδιας συμπεριφοράς. Η μίμηση της συμπεριφοράς ενός προτύπου γίνεται ασυνείδητα (Bandura, 1972 στο Γεώργας, 1995).
























4.    Παράγοντες που επιδρούν στην ανάπτυξη επιθετικής συμπεριφοράς
   
    Κανένας παράγοντας από μόνος του δεν είναι αρκετός ώστε να εξηγεί την ανάπτυξη της επιθετικότητας. Σωματικοί παράγοντες, όπως π.χ. νευρολογικοί και  ορμονικοί επηρεάζουν την ανάπτυξη επιθετικότητας, ωστόσο, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν η οικογένεια, η τηλεόραση και οι συνομήλικοι (Huesmann, 1988).

4.1.    Επίδραση της οικογένειας

    Αρκετές έρευνες έχουν δείξει ότι μέσα στην οικογένεια μπορεί να υπάρχει βία και πολλές συγκρούσεις. Η βία μπορεί να διακριθεί σε άμεση και έμμεση. Άμεση βία υπάρχει όταν οι γονείς χτυπούν, βρίζουν, αμελούν, απορρίπτουν και κακομεταχειρίζονται το παιδί σωματικά ή ψυχολογικά. Έμμεση βία ασκείται στο παιδί όταν υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ των γονέων ή των αδερφών (Παπαδιώτη – Αθανασίου, 2002).
    Σημαντικά επηρεάζουν την επιθετική συμπεριφορά των παιδιών ο τρόπος που οι γονείς οργανώνουν τη ζωή τους και οι τεχνικές που χρησιμοποιούν για την αγωγή τους. Έχει αποδειχθεί από έρευνες ότι η οργάνωση του χρόνου και του είδους των ενασχολήσεων των παιδιών από τους γονείς τους μειώνει αρκετά τις ευκαιρίες για εκδήλωση συγκρούσεων. Επίσης, η απόρριψη του παιδιού από την πλευρά των γονιών και η μεγάλη ελευθερία στη συμπεριφορά του συσχετίζονται με την επιθετικότητα (Παπαδιώτη – Αθανασίου, 2002).
    Ένας άλλος παράγοντας που έχει συνάφεια με την επιθετικότητα είναι η χρήση βίαιης τιμωρίας. Μέσα από έρευνες φαίνεται ότι τα παιδιά που δέχονται φυσική επιθετικότητα από τους γονείς τη μεταφέρουν σε άλλα παιδιά. Εκτός αυτού έχει βρεθεί ότι η εμφάνιση του παιδιού είναι παράγοντας που επηρεάζει το βαθμό τιμωρίας που θα δεχτεί το παιδί για μια παραπτωματική πράξη. Στα παιδιά που έχουν καλύτερο παρουσιαστικό επιβάλλεται λιγότερο αυστηρή τιμωρία σε σύγκριση με τα παιδιά που έχουν άσχημο παρουσιαστικό. Ακόμη, τα υπερκινητικά παιδιά δέχονται μεγαλύτερη τιμωρία από ό,τι τα λιγότερο κινητικά. Επίσης, ο τρόπος που αντιμετωπίζει το παιδί την τιμωρία που του επιβάλλει ο γονιός επηρεάζει την τιμωρία σε μελλοντικές καταστάσεις. Χωρίς αμφιβολία το είδος της ποινής που θα επιβληθεί στο παιδί εξαρτάται από την παράβαση που θα κάνει (Παπαδιώτη – Αθανασίου, 2002). Γενικά διαπιστώνεται ότι η συνολική ατμόσφαιρα που επικρατεί στην οικογένεια επηρεάζει σημαντικά την εκδήλωση επιθετικής ή παραβατικής συμπεριφοράς από το παιδί.
   

4.2.    Επίδραση των συνομηλίκων
    Στα πλαίσια της επικοινωνίας των παιδιών μεταξύ τους εκδηλώνεται πολλές φορές επιθετική συμπεριφορά. Η επιθετικότητα που εκδηλώνεται στις σχέσεις των συνομηλίκων είναι αμοιβαία. Τις περισσότερες φορές, όταν ένα παιδί ξεκινήσει μια επίθεση εναντίον άλλου παιδιού, το παιδί που δέχεται την επίθεση αντεπιτίθεται. Έχει φανεί μάλιστα ότι η ανταπόδοση της επίθεσης λειτουργεί αποτρεπτικά για μελλοντική επίθεση. Τα παιδιά που ανταποδίδουν την επίθεση δηλαδή δέχονται στο μέλλον λιγότερες επιθέσεις. Αντίθετα παιδιά που δεν αντιδρούν με ανταπόδοση, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να δεχθούν ξανά στο μέλλον επίθεση. Επίσης, έρευνες έχουν δείξει ότι τα επιθετικά παιδιά λειτουργούν ως πρότυπα μίμησης (Παπαδιώτη – Αθανασίου, 2002).
    Ένα άλλο θέμα που έχει εξεταστεί είναι κατά πόσο η πρόκληση πόνου λειτουργεί ως θετική ή ως αρνητική ενίσχυση για την επιθετικότητα. Αυτό εξαρτάται από την ηλικία και από το βαθμό επιθετικότητας του επιτιθέμενου ή από το βαθμό του θυμού του την ώρα της επίθεσης. Σε παιδιά που είναι πολύ θυμωμένα ο πόνος του θύματος δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στη συνέχιση της επιθετικής πράξης τους (Παπαδιώτη – Αθανασίου, 2002).



4.3.    Επίδραση της τηλεόρασης

    Διάφορες έρευνες και δημοσιεύσεις έχουν δείξει ότι υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στη βία που παρουσιάζει η τηλεόραση και στην επιθετική συμπεριφορά που εκδηλώνουν τα παιδιά. Τα παιδιά καταναλώνουν αρκετό χρόνο βλέποντας τηλεόραση. Πολλά από τα προγράμματα όμως που μεταδίδει η τηλεόραση, ακόμη και στα παιδικά, παρουσιάζεται υψηλό ποσοστό βίας. Πολύ συχνά μάλιστα η βία παρουσιάζεται ως κάτι αστείο ή αμείβεται (Παπαδιώτη – Αθανασίου, 2002).
    Η τηλεόραση μέσω της προβολής βίας μπορεί να διδάξει στα παιδιά τεχνικές επιθετικότητας. Σύμφωνα με έρευνες τα παιδιά που προτιμούν να βλέπουν προγράμματα που προβάλλουν επιθετικότητα εκδηλώνουν συχνότερα και τα ίδια επιθετική συμπεριφορά σε αντίθεση με τα παιδιά που δεν προτιμούν τέτοια προγράμματα. Ωστόσο, η επίδραση της τηλεόρασης εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, όπως ο δείκτης νοημοσύνης, η κοινωνική θέση, η εθνικότητα, οι προσδοκίες κινητικότητας, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και φυσικά σημαντικός είναι ο ρόλος των γονέων (Eron, Lefkowitz, Huesmann & Walder, 1972).




5.    Στάση των εκπαιδευτικών

Οι εκπαιδευτικοί που επιθυμούν να επιτύχουν στο έργο τους θα πρέπει να είναι προσεκτικοί και ευαίσθητοι στις ψυχολογικές ανάγκες των μαθητών, οι οποίες εκδηλώνονται κυρίως με τις πράξεις τους. Ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι δύσκολος, καθώς από τη μια πρέπει να εμπνέει σιγουριά και θαυμασμό και από την άλλη πρέπει να θέτει όρια (Γαβριηλίδου, 2002).
Αν κάποιος εκπαιδευτικός υποπτεύεται ή αντιληφθεί ότι υπάρχουν παιδιά που εκδηλώνουν επιθετική συμπεριφορά σε συμμαθητές τους θα πρέπει να αντιδράσει άμεσα. Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να κάνει είναι να έχει μία προσωπική συνάντηση με το «θύτη» ή τους «θύτες» και το «θύμα». (Olweus• 1993). Πρωταρχικός στόχος της συζήτησης με τους «θύτες» είναι να σταματήσουν οι επιθέσεις και ο εκφοβισμός. Το μήνυμα πρέπει να είναι ξεκάθαρο, ότι τέτοιου είδους συμπεριφορές δε γίνονται δεκτές στη σχολική τάξη (Olweus, 1993).
Όταν ένα παιδί δεχτεί επίθεση ή εκδηλώσει επιθετική συμπεριφορά, πρέπει ο εκπαιδευτικός να επικοινωνήσει με τους γονείς του και να τους ενημερώσει. Καλό είναι μάλιστα να ζητήσει και τη συνεργασία τους για να μην επαναληφθεί κάτι τέτοιο (Olweus, 1993).
Σε περιπτώσεις που συμμετέχουν στην επίθεση ή τον εκφοβισμό περισσότεροι από ένας μαθητές είναι καλό ο εκπαιδευτικός να συνομιλήσει με τον καθένα χωριστά. Μ’ αυτόν τον τρόπο δε θα έχουν την ευκαιρία να χαράξουν κάποιο σχέδιο για το τι θα πουν. Είναι αναμενόμενο σε τέτοια περίπτωση κάθε παιδί που εμπλέκεται να επιρρίψει τις ευθύνες στους άλλους και να υποβαθμίσει τη δική του συμμετοχή στο συμβάν (Olweus, 1993).





















6.    Μέτρα αντιμετώπισης
   
Για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της σχολικής επιθετικότητας είναι αναγκαίο να ληφθούν κάποια μέτρα. Ένα απ’ αυτά είναι η επαγρύπνηση των εκπαιδευτικών και η διεξαγωγή έρευνας μέσω ερωτηματολογίων που θα μοιραστούν στους μαθητές. Επίσης, καλό είναι να διεξάγονται ημερίδες με θέμα την επιθετικότητα και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι θύτες και τα θύματα και να οργανώνονται συζητήσεις σε ομάδες των γονέων των παιδιών «θυτών» και των παιδιών «θυμάτων» (Olweus, 1993).
Σε επίπεδο τάξης ένα από τα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν είναι η θέσπιση κανόνων κατά της βίας. Επίσης, είναι καλό να γίνονται τακτικά συνελεύσεις της τάξης, το μάθημα της λογοτεχνίας να γίνεται με δραματοποίηση, οι μαθητές να έχουν θετικές κοινές δραστηριότητες. Σημαντική προς αυτή την κατεύθυνση είναι επίσης  η συνεργατική μάθηση. Τέλος, είναι απαραίτητη η συνεργασία των εκπαιδευτικών με τους γονείς, καθώς επίσης και με τους «ουδέτερους» μαθητές, οι οποίοι δεν έχουν εμπλακεί σε περιστατικά βίας (Olweus, 1993).





























Βιβλιογραφία

Γεώργας, Δ. (1995).    Κοινωνική Ψυχολογία, Α΄, δ΄. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Παπαδιώτη – Αθανασίου, Β. (2002).    Θέματα ψυχοκινητικής ανάπτυξης του παιδιού. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Γαβριηλίδου, Μ., Η ψυχοδυναμική και ο θεραπευτικός ρόλος της σχέσης εφήβων – εκπαιδευτικών. Στο  Τσιάντης, Ι. Εφηβεία, τομ.2., τεύχος α, Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.

Craig,W.M. (1998).    The relationship among bullying, victimization, depression, anxiety and aggression in elementary school children. Personality and Individual Differences, 24, 1, pp. 123 – 130.
Eron, L. D., Lefkowitz, M. M., Huesmann, L. R., Walder, L. O. (1972). DOES TELEVISION VIOLENCE CAUSE AGGRESSION?. American Psycologist.

Huesmann, L. R. (1988). An Information Processing Model for the Development of Aggression. Aggressive Behavior, 14, 13-24

Olweus D. (1993). Bullying at School. What we know and what we can do. Oxford, U.K.: Blackwell Publishers.

Kellam,  Ling, Merisca, Brown & Ialongo.(1998). The effect of the level of aggression in the first grade classroom on the course and malleability of aggressive behaviour into middle school. Development and Psychopathology, 10, pp. 165 – 185.

Janssen, Craig, Boyce & Pickett (2004). Associations Between Overweight and Obesity With Bullying Behaviors in School-Aged Children. Pediatrics, 113:1187-1194.

Mulvey, E. P. & Cauffman, E. (2001). The Inherent Limits of Predicting School Violence. American Psychologist.
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου